Don Quixote

Don Quixote

22.2.12

Ταμπλώ και μέσα...

Γύρισε από το γιατρό με τις εξετάσεις στο χέρι και ένα μπερδεμένο ύφος σα να του είχαν πει τη μεγαλύτερη αλήθεια του Σύμπαντος κι αυτός ήταν πολύ χαζός για να την καταλάβει. Του το είχαν πει ξεκάθαρα. "Αυτό το βάρος στο στήθος κύριε μου, αυτή η κατάθλιψη δεν είναι τίποτα περισσότερο από την έλλειψη μιας πρωτείνης. Θα πάρετε τα χαπάκια σας,θα προσέξετε τη διατροφή σας και σε λίγο καιρό θα είστε μια χαρά".

Πήγε στον καθρέπτη. Πόσα "θύματα" καταγράφηκαν σήμερα στα βιβλία συμβάντων της αστυνομίας, στα κομπιούτερ του ΟΑΕΔ σε κάποιο μονόστηλο κάποιας ιστοσελίδας; Ένα χαπάκι για καθέναν τους να έπαιρνε, ποτέ δε θα ένιωθε καλά, Να τους δει να χαμογελάνε είχε ανάγκη. Να τους δει να παλεύουν, να βγει κι αυτός από το τέλμα της μίζερης ύπαρξής του και να παλέψει επιτέλους για κάτι μεγαλύτερο από το σήμερα. Από αύριο κι όλας. Κανένα χαπάκι δε θα του έδινε κάτι τέτοιο ότι χρώμα κι αν ήταν.

Κανένα χάπι δε θα τον έκανε να μη νιώθει αυτή τη γαμημένη αγωνία της καθημερινής επιβίωσης, αυτό το φόβο για τους γύρω του και τον εαυτό του. Κανένα χάπι δε θα παιρνε τα δάκρυα των ανθρώπων στις ουρές των συσσιτίων και δε γνώριζε κανένα χάπι που να ζυγίζει τόσο όσο η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Κανένα χάπι δε θα τον έκανε να ξεχνούσε πως βρίσκεται σε διαρκή καθημερινό πόλεμο και κανένα δε θα του έφτιαχνε την επίπλαστη ηρεμία του καναπέ. Κανένα χάπι δε θα έπαιρνε τη σκληράδα από το βλέμα των γύρων του, κανένα χάπι δε γεμίζει μια κοιλιά που γουργουρίζει, και κανένα χάπι δε λύνει τη θηλιά κάποιου που ετοιμάζεται να κρεμαστεί.

Κανένα χάπι δε μπορούσε να τον κάνει να ξαναγαπήσει, κανένα χάπι δε μπορούσε να κάνει το "μονόδρομο" που του έδειχναν λεωφόρο, κανένα χάπι δε θα έκλεινε τα αυτιά του στην προπαγάνδα τους. Όχι στην πραγματική ζωή τουλάχιστον..

Παρατήρησε πως έκλαιγε. Βουβά, αλλά έκλαιγε. Τα δάκρυα κυλούσαν μέσα από τα μάτια του και πάνω στο κορμί του, αλμυρά σαν κάποιο ανέμελο καλοκαίρι. Ένα καλοκαίρι γεμάτο έρωτες και γέλιο, ένα καλοκαίρι χωρίς σκοτούρες, ένα καλοκαίρι γεμάτο με  όνειρα για ζωή και όχι με τον τρόμο της επιβίωσης. 

Ήξερε πως μόνος του δε μπορούσε να κάνει κάτι, ήξερε πως έπρεπε να θυμήσει σε όλους εκείνο το ανέμελο καλοκαίρι, γιατί δε μπορεί, όλοι τους θα χαν ζήσει από ένα. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του, και τα χάπια βρέθηκαν στα σκοπίδια. Ταμπλώ και μέσα, εξακολουθούσε να ναι εύστοχος...

Τελικά ίσως και να μην είχαν χαθεί όλα..



Σκέψεις..

Όσο ήταν μικρός θυμάται του άρεσε το κρύο, χειμώνα καλοκαίρι με ένα κοντομάνικο, του φώναζαν "θα πουντιάσεις", χαμπάρι δεν έπαιρνε αυτός, και φυσικά ποτέ δε αρρώσταινε. Κάποια στιγμή, ήταν πια αρκετά μεγάλος, έμαθε πως γενιούνται τα παιδιά, και τότε κατάλαβε. Εννέα μήνες μέσα στη μάνα του βίωνε τη ζέση, βίωνε την ασφάλεια, βίωνε τη φυλακή. Το κρύο είχε ένα άρωμα ελευθερίας κι έναν κίνδυνο, για αυτό και το αγαπούσε. Στο κρύο ήξερε πως ήταν ζωντανός.

Μεγαλώνοντας άρχισε να δυσανασχετεί, ο χειμώνας έκανε τα κοκκαλά του να πονάνε και αρρώσταινε όλο και πιο συχνά. Οι διακοπές του, αποδράσεις προς αναζήτηση λίγης ζέστης. Δεν καταλάβαινε γιατί αυτή η αλλαγή, αλλά τη φοβόταν, κι όταν πια άρχισε να χάνει ανθρώπους γύρω του ήξερε. Η νέα του φυλακή θα ήταν κι αυτή υγρή και σκοτεινή, αλλά αυτή η φορά κρύα παντοτινή, ασφυκτική. Τρία μέτρα κάτω από το έδαφος, όσο κρύος και παντοτινός μπορεί να ναι ο θάνατος.

Μια γεύση από τον Ίωνα Λάκτα, τον πιο γλυκό άνθρωπο του κόσμου...

"Είναι κάτι που πρέπει να μάθεις για μένα, το φαγητό μου είναι πολύ εύκολο να το μοιραστώ, το τσιγάρο μου το ίδιο, το κρεβάτι μου επίσης. Το αληθινά δύσκολο, είναι να μοιραστώ το γλυκό μου. Αυτό σημαίνει πως σε συμπαθώ, αυτό σημαίνει πως θα σου δώσω σύντομα και μπουκιές απτις σκέψεις μου, σε παρακαλώ μονάχα, δε μ'αρέσει να σπαταλώ το γλυκό μου, ας μη μετανιώσουμε για αυτό..."

Είπαν...



Όταν ήμουν 30, είδα μια γριά κάπου στην επαρχία να αρπάζει με τα δύο χέρια το μικρόφωνο της δημοσιογράφου. Φώναζε. Δεν θέλω να ζήσουν τα παιδιά μου τη φτώχεια που έζησα εγώ. Ακούτε;

Όταν ήμουν 30, άνοιξα το ραδιόφωνο και άκουσα θυσίες, σωτηρίες, απειλές, νουθεσίες, αλαζονικά ανθρωπάκια. Κουμπιά σε πουκάμισα πιεσμένα, έτοιμα να σπάσουν. Κουμπιά και παρατάξεις, συντάγματα και έθνη, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, ουρές για προνοιακά επιδόματα. Άκουσα πρώην γραφικούς τηλεβιβλιοπώλες να μιλάνε από υπουργικά τηλέφωνα. Άκουσα να εξορίζουν τις πέτρες και να ευλογούν τα τσεκούρια.

Ξύπνησα και το πρωινό ήταν πικρό. Βλαστήμησα τα πρωτοσέλιδα κομματικών εφημερίδων πρώην διευθυντών νυν κυβερνητικών στελεχών αεί φουσκωμένων λογαριασμών. Στάθηκα σε στάσεις λεωφορείων με ένα σωρό ξεψυχισμένο κόσμο. Ξεσκισμένα πρόσωπα, σκληρά, χαραγμένα, απαθή, αποθαρρυμένα, βουτηγμένα στον τρόμο, στο ψέμα. Πρόσωπα παγωμένα, απ’ την αγωνία πριν το πάτημα του pin ή απ’ την άγρια υπομονή μιας ουράς του οεαδ.

Όταν ήμουν 30, δεν είχα τίποτα άλλο από μια αγωνία. Ξεφτιλισμένη αγωνία, χρηματική αγωνία, εργασιακή αγωνία. Οι γύρω μου κατέρρεαν, εγώ ακροπατούσα, οι γύρω μου κατέρρεαν, εγώ άντεχα, οι γύρω μου κατέρρεαν. Εγώ κατέρρεα.

Με κυνηγούσαν, φώναζα, σε ψέκαζαν, φώναζα, τον προσήγαγαν, φώναζα και ύστερα δεν είχα άλλη φωνή. Δεν κουνιόταν η γλώσσα, δεν έτρεχαν τα πόδια, δεν έβγαινε η ανάσα.

Όταν ήμουν 30 είχα δημοκρατία, δεν είχα εκλογές, δεν είχα δικαιοσύνη, είχα δημοκρατία, δεν είχα δουλειές, είχα δημοκρατία, είχα δημοκρατία, δεν προλάβαινα να μετρήσω την ουρά στο συσσίτιο στο Κουκάκι, είχα δημοκρατία, δεν είχα να δώσω σε όλους τους άστεγους του τετραγώνου, είχα δημοκρατία, δεν είχα επιλογή, είχα δημοκρατία, είχα μονόδρομο, είχα σωτηρία, είχα έθνος, είχα περηφάνια, είχα ιστορική στιγμή της Ελλάδας, είχα υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις, δεν είχα ζωή, δεν είχα ζωή, δεν είχα ζωή.

Πολιτικοί επιστήμονες, ιστορικοί και δημοσιογράφοι ζητούσαν περισσότερη αστυνομία. Ζητούσαν γκλομπ και συλλήψεις, σκληρότητα και πάταξη, τάξη και κεριά, ανοιχτά σινεμά και μεγάλα εμπορικά καταστήματα. Ανταγωνιστικότητα, ζόφος τα ενοικιάζεται, μνήμη της πόλης, ζόφος τα πρεζάκια, ανοιχτοί δρόμοι, ζόφος ο στρατός των ΜΑΤ.

Όταν ήμουν 30 δεν ήξερα αν μπορώ να αγαπήσω το οτιδήποτε. Μόνο μαυρίλα και σάπιες ειδήσεις των 8, μισθοί υπό αίρεση, νόμοι χωρίς Νόμο, μπάτσοι στις γωνίες, στολές στις λεωφόρους, μηχανές που πέφτουνε πάνω σε ετοιμόρροπα κορμιά.

Την ίδια ώρα κάποιος σε ένα σχολείο έλεγε ότι τα παιδιά δεν έχουν λεφτά να φάνε κολατσιό. Στριφογυρίζουν γύρω απ’ το κυλικείο και ντρέπονται να πλησιάσουν.

Ναι σε όλα. Σκατά σε όλα.

Όταν ήμουν 30, ξύπνησα και αποφάσισα ότι δεν θα γιόρταζα γενέθλια.

Ύστερα ήρθε η νύχτα.

Οι έρωτές μας, ανασταίνουν ακόμη και τα ψοφίμια. Ανασταίνουν ακόμη και μας. Οι έρωτές μας, μας παίρνουν απ’ το χέρι. Κάτι αγαπημένοι, μισοζώντανοι, ημιπαράφρονες, μας παίρνουν απ’ το χέρι. Κάτι συνθήματα, κάτι σελίδες, κάτι μηνύματα.

Ένας παλαβός εσωτερικός χορός, ένα τσούγκρισμα. Μια λυσσασμένη επιμονή. Οι κλαμμένες ενδοχώρες στη σειρά. Φιλί, χαιρετούρα, αγκαλιά, δανεικά, ότι χρειαστείς, ένα άγριο γέλιο, μια πανάθλια αισιοδοξία. Βλέπω τους αγαπημένους μου να κλαίνε πια συχνά. Τους βλέπω να στέκονται πιο φοβισμένοι από ποτέ. Τα αυτιά τους κολλημένα στο επόμενο πολεμικό ανακοινωθέν. Και καθώς κολυμπάνε μες στον καθημερινό τρόμο, μες στον παραλογισμό και την σύγχυση, τα βλέμματα σιγά σιγά καθαρίζουν. Μετά το κλάμα, τα μάτια σιγά σιγά καθαρίζουν.

Και αν, και τότε, ίσως καταφέρουμε να δούμε μια φορά τον κόσμο.




http://tovytio.wordpress.com/2012/02/21/asinartito_otan/

17.2.12

Είπαν..


Όχι, δεν μοιράζομαι την θλίψη σας.
Δεν μπορώ να την μοιραστώ, συγχωρέστε με.
Ίσως γιατί την πρώτη μου ανάσα την πήρα σε ένα προσφυγικό χαμόσπιτο μιας εργατούπολης που δεν είχε την τύχη να την φιλοτεχνήσει κανένας Τσίλερ.
Ίσως γιατί από το παράθυρο μου δεν έβλεπα μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά φουγάρα να καπνίζουν. Φουγάρα που έκαιγαν τον ιδρώτα της μάνας μου που δεν έμαθε ποτέ για την αξία της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής καθώς από τα 13 της τύλιγε το ψωμί στην εφημερίδα και ξεκινούσε στις 5μιση το πρωί για την φάμπρικα.
Δεν μοιράζομαι την θλίψη σας. Γιατί όσα «μ’ έφτιαξαν» είναι άφλεκτα και αλεξίσφαιρα. Δεν με εγκλώβισαν στα ντουβάρια τους, ούτε στις μπογιές τους, ούτε στις νότες τους, ούτε στις λέξεις τους. Γιατί όταν κοιτώ την Γκουέρνικα δεν βλέπω το αριστούργημα του κυβισμού. Βλέπω το ρημαγμένο από τον φασισμό Δίστομο και ακούω ηπειρώτικα μοιρολόγια.
Γιατί όταν διαβάζω την υπερρεαλιστική Μαρία Νεφέλη, μυρίζω το ανθρώπινο αίμα της τάξης μου. Γιατί είχα έναν δασκαλάκο που μού ‘μαθε πως το σαράι είναι σαράι γιατί απέναντι στέκει η καλύβα του Καραγκιόζη που το ‘χτισε.


Συγχωρέστε μου που κρατώ την θλίψη μου για την καλύβα, κι όχι για το σαράι… Δεν είχα την τύχη να μεγαλώσω στα σαλόνια σας και να διαβάσω τα βιβλία σας.
Μεγάλωσα στον Δρόμο και έμαθα να διαβάζω τοίχους.
Σ’ έναν έγραφε: «Η τέχνη δεν είναι βάλσαμο. Η τέχνη είναι αλκοόλ.»
Κι έτσι «μεθυσμένη» ακούω τον Ρίκο να λέει «παίχτε…» και η φτωχογειτονιά να γίνετε μούσκεμα. Αλμυρή βροχή… Και η συνοικία, γεμάτη όνειρα, έτοιμη να κάψει μαζί με τον καημό της και τον κόσμο σας.

Συγχωρέστε μου που χθες δεν έκλαψα τα νεοκλασικά σας.
Δεν χώρεσαν ποτέ στα σαλόνια τους τον αναστεναγμό μου.


http://dayimage.wordpress.com/2012/02/16/είσαι-μικρός/

Είπαν...

Τί περιμένουν μπροστά από την οθόνη μαστουρωμένοι?
Είναι οι προβοκάτορες να δράσουν σήμερα.
— Γιατί μέσα στην Βουλή μια τέτοια συμμαχία;
Τί κάθοντ’ οι πολιτικοί και δεν μας νουθετούνε;

Γιατί οι προβοκάτορες θα φθάσουν σήμερα.
Τί λόγους πια θα βγάζουν οι πολιτικοί;
Οι προβοκάτορες σαν έλθουν θα επιχειρηματολογήσουν και για κείνους.

—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στου χρηματιστηρίου την πιο μεγάλη οθόνη
στον δείκτη επάνω, επίσημος, φορώντας το ευρώ;
Γιατί οι προβοκάτορες θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να του δώσει μια συνωμοσία. Εκεί
του έγραψε τίτλους κρατικους πολλούς κι ομόλογα.

— Γιατί οι δεκάδες μας μπάτσοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες (απο αίμα), βαμμένες ποδιές·
γιατί χειροπέδες φόρεσαν στην λογική μας,
και δακρογόνα με λαμπρές, γυαλιστερές λάμψεις και κρότους·
γιατί να πιάσουν σήμερα δολοφονικά μπαστούνια
μ’ ακροδεξιά σήματα και εθνόσημα σκαλιγμένα;
Γιατί οι προβοκάτορες θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους προβοκάτορες.

—Γιατί κ’ οι άξιοι κονδυλοφόροι δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τον εμετό τους, να σκίσουνε τα ρούχα τους;
Γιατί οι προβοκάτορες θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί τα λένε καλύτερα κι από τον Πούλιτζερ.

— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η κρίση. (Τα πρόσωπα ξαφνικά μάσκες που έπεσαν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατείες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ βασανισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι προβοκάτορες δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα της λογικής,
και είπανε πως προβοκάτορες πια είναι παντού.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς προβοκάτορες.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.

http://omniatv.com/blog/2012-02-14-01-22-31.html

15.2.12

Η μάχη άρχισε

Ναι ανθρωπάκο. Εγώ είμαι πάλι, να σε κάνω να θυμώσεις, απέναντι μου, απέναντι σε σένα, απέναντι σ'αυτούς, να θυμώσεις μήπως συνεχίσεις να αισθάνεσαι. Είναι σημαντικό να μη νιώθεις νεκρός. Ο πόλεμος άρχισε. Την Κυριακή μετρήσαμε δυνάμεις. Και είμασταν πολλοί, την επόμενη φορά θα είμαστε περισσότεροι, θα είμαστε εκεί από νωρίς και θα φτάσουμε μέχρι την Ομόνοια, αναγκαστικά θα ενωθούμε με τον κόσμο του ΠΑΜΕ, μη φοβάσαι δε θα τους κολλήσεις επανάσταση, ούτε κι αυτοί εσένα ιδεολογική καθαρότητα. Αν είμαστε τόσοι πολλοί δε θα μπορούν να κινηθούν τα ματ, και ακόμα κι αν τα καταφέρουν, θα κάνουν και τον κόσμο των πορειών του ΠΑΜΕ κοινωνό του τη βιώνουμε, θα οργιστούν ακόμα περισσότερο, και μετά άντε σταμάτα τόση οργή.

Κάθε φορά θα φτάνουμε και πιο κοντά στο να τους ανατρέψουμε. Στο μεταξύ εσύ ανθρωπάκο, να συμμετέχεις στις απεργίες σου, στις συνελεύσεις των γειτονιών σου, να μάθεις πως να συνδέεις το ρεύμα σου και αυτό του γείτονα, να ανταλλάσεις άχρηστα για σένα πράγματα με χρήσιμα για άλλους. Να φτιάξεις τις δομές αυτές που απαιτούνται, έτσι όταν τους ρίξουμε να βγούμε από το σκοτάδι πιο γρήγορα. Μη περιμένεις τα πάντα από τους άλλους, μην ακούς ειδήσεις και μη πιστεύεις τους πολιτικούς. Ο πόλεμος ξεκίνησε, κι ακόμα και για ένα ψηφαλάκι παραπάνω θα σου πουν τέρατα. Μη μασάς ανθρωπάκο. Η λύση δεν είναι οι εκλογές. Ποτέ δεν ήταν, η λύση είναι να καταλάβεις ποιος είσαι, που ανήκεις, τι είναι σημαντικό και τι όχι.

Και να σου πω και μερικές αλήθειες για την Κυριακή, αλήθειες που μάλλον ήδη ξέρεις. Αυτοί που συγκρούοταν με την Αστυνομία δεν ήταν 300-400 μπαχαλάκηδες με αντερκάβερ μπάτσους, ήταν και αυτοί, αλλά κυρίως ήταν χιλιάδες άνθρωποι σαν και σένα και σαν και μένα, σαν τον πατέρα ή το παιδί σου. Ναι, ανθρωπάκο, σήκωναν κι αυτοί μάρμαρα και πετούσαν, έσπασαν κι αυτοί τράπεζες και πολυεθνικές. Και ξέρεις τι;  Όλοι χειροκροτούσαν και θα θελαν να μπορούν να κάνουν το ίδιο, να σπάσουν το φόβο. Προφανώς υπήρξαν ακρότητες, προφανώς κάποιοι το έκαναν και γιατί τους φάνηκε παιχνίδι, αλλά αυτό που έγινε την κυριακή ήταν επιτέλους η κήρυξη του ταξικού πολέμου και από μεριάς μας, γιατί από την άλλη είχε καιρό κηρυχθεί. 

Έχω όμως ένα παράπονο ανθρωπάκο, εσύ που κάθησες σπίτι την Κυριακή, και συ που δεν πήρες και άλλον έναν μαζί σου, την επόμενη φορά έλα. Σου λέω η νίκη είναι σίγουρη, σε τρέμουν ανθρωπάκο, για αυτό και θέλουν να σε σκοτώσουν, για αυτό και δεν πρέπει να φοβάσαι, τους τελειώνουμε και αρχίζουμε κάτι άλλο, κάτι καινούριο..Έλα σου λέω..

ps: Όσοι μιλούν για μάρμαρα, και ανέργους από τα κλειστά μαγαζιά, να κοιταχτούν στον καθρέπτη και να μουν πουν αν ΣΗΜΕΡΑ μόνο σκέφτηκαν πως 1000 τουλάχιστον άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους(και 1000 κάθε μέρα). Όποιος βάζει στην ίδια ζυγαριά μάρμαρα και ανθρώπινες ζωές, χμ...δε μπορώ καν να τελειώσω καν μια τέτοια πρόταση..

Τα λέμε ανθρωπάκο, στο δρόμο, στη δουλειά, στην απεργία, και αν με δεις χαιρέτα με, έτσι να σπάσει το κρύο κι ο φόβος, να χαμογελάσω λιγάκι. Θα νικήσουμε...

11.2.12

Τα ψέματα τελείωσαν..

Ναι ακριβώς όπως το ακούς  ανθρωπάκο. Αύριο έχεις τη δυνατότητα να ξανακερδίσεις κάτι που είχες χάσει εδώ και πολύ καιρό, κάτι που άφησες να στο πάρουν. Την αξιοπρέπεια σου. Ναι σε σένα μιλάω, που την αντάλλαξες φτηνά για μια θεσούλα στο Δημόσιο ή τα χρήματα των αγροτικών επιχορηγήσεων. Εσένα που σε έπεισαν πως σκοπός της ζωής σου είναι να εξασφαλιστείς ακόμα και εις βάρος των άλλων, εσένα που η θέση σου πια είναι επισφαλής και οι καρποί των χωραφιών σου σαπίζουν στις αποθήκες ενώ οι τραπεζικοί σου λογαριασμοί είναι σχεδόν άδειοι. Εσένα που ποτέ ξανά δε θα μπορέσεις να νιώσεις βολεμένος ούτε εσύ, ούτε τα παιδία σου, που τα φούσκωνες αέρα κοπανιστό με όνειρα πανεπιστημίου και μεγάλες ζωές.

Εσύ μικρομαγαζάτορα που εκμεταλεύεσαι τους υπαλλήλους σου για πεντε ψωροδεκάρες παραπάνω, και συ που επένδυσες τα όνειρα σου σε μια ενωμένη ευρώπη και σε μια χρηματιστηριακή φούσκα. Εσένα που η τέχνη είναι συνώνυμη της Εθνικής μας πορνοστάρ.

Εσύ που δούλευες 10ωρα τη μέρα για να αγοράσεις στο τέλος του μήνα εκείνο το ζευγάρι παπούτσια των 400e γιατί ερχόταν Σάββατο και ήσουν κενός, δεν είχες να δείξεις κάτι. Έσένα που το βράδυ έκλαιγες κρυφά γιατί ξεπέρασες το όριο της κάρτας, εσένα που έβλεπες τα προβληματά σου στο πρόσωπο του κομμουνιστή ή του παιδιού με τα μαύρα που τα έσπασε το Δεκέμβρη μόνο και μόνο επειδή ΑΥΤΟΙ έβλεπαν αυτό που ερχόταν και σου χαλούσαν τη βολή.

Εσένα που στήριξες την εθνική σου περηφάνια σε μια μπάλα ποδοσφαίρου και σένα που λιδωρείς τους μετανάστες παρότι έχτισαν με το αίμα τους το μεγάλο όραμα των Ολυμπιακών σου αγώνων. Εσένα που ψήφισες Δημάρχους που έδιωχναν τους καταραμένους και τα πρεζάκια από το κέντρο της πόλης μόνο και μόνο επειδή σου χαλούσαν την αισθητική-άραγε πως νιώθεις που κοντεύεις να γίνεις ένας από αυτούς. Εσένα που αρκούσε μια νίκη της ομαδάρας για να σου εξαφανίσει όλα σου τα προβλήματα και μια ήττα για να σαπίσεις τη γυναίκα σου στο ξύλο.

Εσύ που πάτησες επί πτωμάτων και κάρφωνες συναδέλφους σου στη δουλειά, για να ανέβεις. Εσύ επουλημένε συνδικαλισταρά που αντάλλαξες τα πιστεύω σου για μια θέση σε κάποιο υπουργείο, εσένα νεοφιλελεύθερο σκουλήκι που κινδυνεύεις να καείς μαζί μας για να υπάρξει μια ψευτοαίσθηση δικαιοσύνης, εσύ ψευτοαριστερέ διανοούμενε που μπούκωσες με ευρωπαικές επιχορηγήσεις και τώρα η φωνή σου δεν ακούγεται γιατί όταν τρώμε δε μιλάμε.

Εσύ που νομίζεις ότι η ζωή είναι πάρτυ και γκόμενες, και δεν έχεις κοιτάξει πέρα από τη μύτη σου, εσύ που λες ότι είσαι άνεργος αλλά δε ξέρεις τι ωραία είναι η αίσθηση του να βγάζεις δικά σου χρήματα, και πόσο ποταπός νιώθεις όταν δε μπορείς. Εσύ που ακούς τα δελτία ειδήσεων τους και υπακούς μέχρι κεραίας. Εσύ που δεν έχεις να βάλεις πετρέλαιο και όμως πληρώνεις τα χαράτσια τους, εσύ και άλλα 11εκ που μέχρι πρότεινος είχατε άποψη επί παντώς επιστητού και τώρα το χετε βουλώσει. Εσύ που γύρισες σπίτι σου απογοητευμένος μετά τις πλατείες και εσύ που κατηγόρησες τις πλατείες.

Εσύ που ποτέ δεν κατάλαβες που ανήκεις και ποτέ σου δεν τάισες την ταξική σου συνείδηση. Εσύ που πιστεύεις πως οι εργατικοί και οι λαικοί αγώνες μπαίνουν κάτω από καπέλα και σημαίες, και συ που νομίζεις πως ξέρεις τα πάντα για την Ουτοπία που ονομάζεται επανάσταση.

Εσύ που βουβά αυτοτιμωρείσαι, αφήνοντας να σου πάρουν τα τελευταία κομμάτια αξιοπρέπειας. Εσύ που δεν πιστεύεις πως όλοι μαζί μπορούμε να κερδίσουμε. Εσύ που βλέπεις τα παιδιά σου να φεύγουν μετανάστες όπως οι πατεράδες σου, και συ που δε διάβασες ποτέ ιστορία. Όλους εσάς σας θέλω και όλοι μαζί μπορούμε να νικήσουμε.

Και μη φοβάσαι, αν όντως τα καταφέρουμε, κάτι θα βρούμε να εξιλεωθείς για τις αμαρτίες σου, μόνο μη μου μιλάς για ήττα γιατί δε θέλω να κοιταχτώ τη Δευτέρα στον καθρέπτη και να είμαι Εσύ.

Καλή νίκη!


4.2.12

Ποίος είναι αυτός ο μαλάκας στον καθρέπτη μου ;

Ο φετινός χειμώνας είναι πολύ παράξενος από πολλές απόψεις. Ίσως είναι ένας χειμώνας μιας δεύτερης ενηλικίωσης, μιας συνειδητοποίησης από τους περισσότερους ότι τίποτα δε θα είναι εύκολο πια. Λέω και ξαναλέω πως μόνο με αλληλεγγύη θα επιβιώσουμε, αλλά μιας και δε βλέπω και καμία δραματική αλλαγή στη συμπεριφορά των γύρω μου, προσπαθώ να ατσαλώσω και το εσωτερικό μου, να με θωρακίσω. Όχι πως θα καταφέρω τίποτα, ποτέ μου δε μπόρεσα να κόψω αυτές τις λεπτές κλωστές, ποτέ μου δε μπόρεσα να αποστασιοποιηθώ από προβλήματα και βάρη που δεν ήταν δικά μου, ποτέ μου δεν έπαψα να είμαι αυτός που θα λύσει το πρόβλημα, όχι για να ακούσω κάποιο μπράβο, αλλά γιατί όλα τα προβλήματα τα έκανα δικά μου. 

Στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της δεύτερης, της μεγάλης, της σοβαρής ενηλικίωσης εμφανίστηκε φυσιολογικά νομίζω μια τάση για ενδοσκόπηση, που σήμαινε αυτόματα μια στροφή στα μέσα μου, εσωστρέφια δηλαδή, μοναξιά και συζήτηση με τον αντιπαθητικό εαυτό μου, ποτέ δε μπόρεσα να με συμπαθήσω, συνήθως απλά με ανέχομαι, και κάποιες ελάχιστες φορές μου έχω πει κάποια μπράβο κι αυτά με μισή καρδιά, τυπικά..

Η αλήθεια είναι πως αυτή η νέα τάση της μόδας στο σπίτι μου (ζω μόνος με τη γάτα μου), συνοδεύεται με έλλειψη χρημάτων, τη γενική κατύφια των καιρών, αλλά και των κύκλων που με έχουν δεχτεί στους κόλπους τους ( εννοώ τους φίλους μου, αλλά μ'αρέσει να δημιουργώ σενάρια συνομωσίας). Απογοητεύω κάποιους ανθρώπους νομίζω με αυτή μου τη στροφή, στεναχωρώ κάποιους άλλους, αλλά η αλήθεια είναι πως δε βρίσκω κάποιον άλλο τρόπο πάλης.

Τίποτα και κανείς δεν είναι καλά και δε θα μπορούσα να λείπω από αυτό τον κανόνα, εδώ σε καταστάσεις γενικής αλλά και προσωπικής ευφορίας πάντα έβρισκα ένα λόγω για να με ταλαιπωρώ, τώρα που όλα είναι χάλια δε θα το ζήσω όπως του αρμόζει; Εσωστρέφια λοιπόν και δεν είμαι καλά, καθόλου καλά, αλλά ποτέ το καλά δε το θεώρησα προυπόθεση για κάτι..ακόμα μια φορά θα αντέξω..Διαφορετικά, προτιμώ τα στριφτά τσιγάρα και τα θερμά κλίματα...